Ο Νικηφόρος Λύτρας (Πύργος Τήνου, 1832 – Αθήνα, 13 Ιουνίου 1904) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους και δασκάλους της ζωγραφικής κατά τον 19ο αιώνα. Θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Σχολής του Μονάχου και πρωτοπόρος στη διαμόρφωση της διδασκαλίας των Καλών Τεχνών στην Ελλάδα.
Ο πατέρας του, λαϊκός μαρμαρογλύπτης, περιπλανήθηκε σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις των Βαλκανίων αναζητώντας την τύχη του και τελικά κατέληξε στην Τήνο. Μετέδωσε στο γιο του τη μεγάλη αγάπη του προς την καλλιτεχνία και ο Νικηφόρος Λύτρας από μικρή ηλικία είχε εκπλήξει με το πλούσιο ταλέντο του όσους έτυχε να τον γνωρίσουν.
Κατά την περίοδο που ήταν μαθητής του Πιλότυ στο Μόναχο, ο Λύτρας ασχολήθηκε με τη λεγόμενη «ιστορική ζωγραφική» με θέματα παρμένα από την ελληνική μυθολογία και την ελληνική ιστορία. Ως επίσημος προσωπογράφος της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας φιλοτέχνησε ολόσωμα μνημειακά πορτρέτα μελών των οικογενειών Σερπιέρη, Καυτατζόγλου, διευθυντών της Εθνικής Τράπεζας και άλλων επιφανών Αθηναίων που συγκαταλέγονται στα πιο σημαντικά δείγματα της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αι.
Ήταν από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα στους αθηναϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής του. Συμμετείχε και τιμήθηκε σε πάμπολλες εκθέσεις: στις πανελλήνιες εκθέσεις στο Ζάππειο, τις παγκόσμιες εκθέσεις του Παρισιού (1855, 1867, 1878, 1889 και 1900), την παγκόσμια έκθεση της Βιέννης (1873), και τις εκθέσεις που οργάνωνε τακτικά ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Παρνασσός.
Οι ηθογραφίες του Λύτρα, είδος στο οποίο θεωρείται εισηγητής, ανταποκρίνονται στην κυρίαρχη ιδεολογία της αστικής τάξης της εποχής και στο γενικό αίτημα για την απόδειξη της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων. Η πολύχρονη θητεία του ως καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής. Αν και προσκολλημένος πάντα στις αρχές του ακαδημαϊσμού της Σχολής του Μονάχου και ανεπηρέαστος από το ρεύμα των ιμπρεσιονιστών, εντούτοις προέτρεπε πάντα τους μαθητές του να είναι ανοιχτοί στις νέες τάσεις. Ως καλλιτέχνης και ως δάσκαλος, ο Λύτρας σημάδεψε την πορεία[6] της νεοελληνικής ζωγραφικής. «Η αγάπη προς το ωραίον είναι η γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου», έλεγε.
(wikipedia)