Ο Άλμπερτ (ή Άλμπρεχτ) Σάμουελ Άνκερ (1 Απριλίου 1831 – 16 Ιουλίου 1910) ήταν Ελβετός ζωγράφος και εικονογράφος, που έχει αποκληθεί «ο εθνικός ζωγράφος της Ελβετίας» εξαιτίας των δημοφιλών αναπαραστάσεων της ζωής στα ελβετικά χωριά του 19ου αιώνα.
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Άλμπερτ Άνκερ γεννήθηκε στο Ινς του καντονίου της Βέρνης και ήταν γιος του κτηνιάτρου Σάμουελ Άνκερ (τότε μέλους της συνελεύσεως του καντονίου) και της Μαριάνε Ελίζαμπετ Γκάτσετ (Gatschet). Πήγε σχολείο στο Νεσατέλ, όπου μαζί με τον μετέπειτα συνάδελφο ζωγράφο Ωγκύστ Μπασελέν (Auguste Bachelin) πήραν τα πρώτα τους μαθήματα ζωγραφικής από τον Louis Wallinger το 1845–1848. Από το 1849 ως το 1851 ο Άνκερ παρακολούθησε το Γυμνάσιο Kirchenfeld στη Βέρνη. Στη συνέχεια σπούδασε θεολογία, αρχίζοντας το 1851 στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης και συνεχίζοντας στο Πανεπιστήμιο του Χάλε (Σαξονία). Στο Χάλε ωστόσο εμπνεύσθηκε από τις μεγάλες συλλογές τέχνης και το 1854 έπεισε τον πατέρα του να συμφωνήσει να σταδιοδρομήσει ως καλλιτέχνης.
Στο Νεσατέλ είχε τροποποιήσει το βαφτιστικό του από «Άλμπρεχτ» σε «Άλμπερτ», καθώς ήταν πολύ ευκολότερο να το προφέρουν οι γαλλόφωνοι συμμαθητές του. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου μελέτησε με τον ελβετικής καταγωγής Σαρλ Γκλαιρ και παρακολούθησε την Ανωτάτη Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών από το 1855 ως το 1860. Δημιούργησε ένα ατελιέ και στη σοφίτα του σπιτιού των γονιών του, συμμετέχοντας τακτικά σε εκθέσεις στην Ελβετία. Πήρε ως σύζυγό του την Άννα Ρύφλι (Anna Rüfli) το 1864 και μαζί απέκτησαν 6 παιδιά: τα τέσσερα που δεν πέθαναν μικρά, και συγκεκριμένα η Λουίζ, η Μαρί, ο Μωρίς και ο Σεσίλ, εμφανίζονται σε μερικούς πίνακές του. Το 1866 ο Άνκερ τιμήθηκε με χρυσό μετάλλιο στο Σαλόνι των Παρισίων για τα έργα του Schlafendes Mädchen im Walde (1865) και Schreibunterricht (1865). Το 1878 παρασημοφορήθηκε με το παράσημο του ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής. Από το 1870 ως το 1874 ήταν μέλος του Μεγάλου Συμβουλίου της Βέρνης (κοινοβούλιο του καντονίου της Βέρνης), όπου υποστήριξε την ανέγερση του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βέρνης (Kunstmuseum Bern).
Παρότι περνούσε όλη τη χειμερινή περίοδο στο Παρίσι, ο Άνκερ ταξίδευε συχνά στην Ιταλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Διετέλεσε μέλος της Ελβετικής Ομοσπονδιακής Επιτροπής Τέχνης και το 1900 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας από το Πανεπιστήμιο της Βέρνης. Μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο το 1901 είχε μειωμένη ικανότητα για εργασία. Μόνο μετά τον θάνατό του το 1910 διοργανώθηκε έκθεση αφιερωμένη σε αυτόν, στο Musée d’art et d’histoire του Νεσατέλ.
Το έργο του
Ενώ ακόμα σπούδαζε την τέχνη, ο Άνκερ φιλοτέχνησε μία σειρά ζωγραφικών έργων με ιστορικά και βιβλικά θέματα, καθώς και προσωπογραφίες του Λούθηρου και του Καλβίνου. Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του, ωστόσο, στράφηκε στη θεματολογία που θα γινόταν το «σήμα κατατεθέν» του: την καθημερινή ζωή των κατοίκων των αγροτικών χωριών. Ζωγράφιζε τους συμπατριώτες του με απροσποίητο και απλό τρόπο, χωρίς να εξιδανικεύει τη ζωή στην ύπαιθρο, αλλά και χωρίς την κριτική ματιά των κοινωνικών συνθηκών που παρατηρείται στα έργα των συγχρόνων του Ντωμιέ, Κουρμπέ ή Μιγέ. Παρά το ότι ο Άνκερ ζωγράφισε και τέτοιες σκηνές, η καταφατική και χριστιανική κοσμοθεωρία του δεν εμπεριείχε την τάση του προκλητικού.
Εξίσου σημαντικές στο έργο του Άνκερ είναι οι περισσότερες από 30 νεκρές φύσεις που φιλοτέχνησε. Απεικονίζουν τόσο ρουστίκ όσο και αστικά σερβίτσια, στην παράδοση του Σαρντέν, με τη ρεαλιστική τους στερεότητα να αντανακλά την πίστη του καλλιτέχνη σε μία αρμονική και σταθερή τάξη του κόσμου. Επιπροσθέτως, ο ζωγράφος φιλοτέχνησε κατά παραγγελία εκατοντάδες υδατογραφίες και σχέδια, κυρίως προσωπογραφίες και εικονογραφήσεις, μεταξύ των οποίων για μία έκδοση των απάντων του Γιερεμίας Γκότχελφ. Επίσης διακόσμησε περισσότερα από 500 πιάτα φαγιάνς για τον Αλσατό παραγωγό Τεοντόρ Ντεκ.
Ο Άνκερ εντόπιζε γρήγορα τον καλλιτεχνικό στόχο του και δεν παρέκκλινε ποτέ από τον δρόμο που είχε επιλέξει. Τα έργα του αποπνέουν μία αίσθηση συμφιλιώσεως και κατανοήσεως. Είναι φιλοτεχνημένα με μεγάλη επιδεξιότητα, χαρίζοντας ευφυΐα σε καθημερινές σκηνές μέσα από λεπτές επιλογές του χρωματισμού και του φωτισμού. Τα τοπικιστικά και περιορισμένα τους μοτίβα αποκρύπτουν το ανοικτό μυαλό του καλλιτέχνη προς τη σύγχρονή του ευρωπαϊκή τέχνη και γεγονότα, το οποίο προδίδει η αλληλογραφία του.
Αποδοχή
Το έργο του Άλμπερτ Άνκερ τον κατέστησε τον δημοφιλέστερο ζωγράφο εξειδικευμένων θεμάτων του 19ου αιώνα στην Ελβετία. Οι πίνακές του, πολλοί από τους οποίους υπάρχουν στα περισσότερα εξακολουθούν να απολαμβάνουν μεγάλη δημοφιλία εξαιτίας της προσβασιμότητάς τους. Πραγματικά, ως φοιτητής ο Άνκερ είχε συνοψίσει την προσέγγισή του στην τέχνη ως εξής: «Πρέπει να διαμορφώνεις ένα ιδανικό στη φαντασία σου και μετά να καθιστάς αυτό το ιδανικό κατανοητό από τους άλλους ανθρώπους.»
Πολλά ελβετικά γραμματόσημα έχουν ενσωματώσει έργα του Άνκερ. Το ατελιέ του στο Ινς διατηρείται ως μουσείο από το «Ίδρυμα Άλμπερτ Άνκερ». Μεταξύ των μεγαλύτερων θαυμαστών και συλλεκτών έργων του ζωγράφου είναι το πρώην μέλος του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου της Ελβετίας Κρίστοφ Μπλόχερ, ένας από τους επιδραστικότερους συντηρητικούς πολιτικούς της Ελβετίας, ο οποίος έγραψε και δημοσίευσε ένα δοκίμιο για τον Άνκερ.